βουρλιά

βουρλιά
η 1) связка тростника, камыша;
2) связка; низка (прост.);

μιά βουρλιά ψάρια — связка рыбы;

3) мор. трос, канат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βουρλιά" в других словарях:

  • βουρλιά — η 1. τούφα από βούρλα, από φυτά του βάλτου: Οι μπεκάτσες κρύβονται στις βουρλιές. 2. αρμαθιά όμοιων πραγμάτων που είναι περασμένα σε βούρλο: Έφαγε μια βουρλιά σύκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουρλιά — η [βούρλο] 1. το βούρλο 2. συστάδα, τούφα από βούρλα 3. σκοινί κατασκευασμένο από βούρλα 4. αρμαθιά …   Dictionary of Greek

  • βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτσίνα — η, Ν σχοινί από σπάρτο, βουρλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη ιταλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • σχοινιά — ἡ, Α [σχοῑνος] 1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά 2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • năvârlie — năvîrlíe ( íi), s.f. – (Munt.) Nebunie, sminteală, capriciu, glumă. bg. vărlŭ turbat , vărluvam a turba , cf. ngr. βούρλια glumă ; nă poate fi sl., cf. rut. naverle pe dos , sb. navrlje răsucit (Tiktin), sau expresiv, ca în nătă sau năvleg. – Der …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»